- κρατηρία
- κρα-τηρ-ία, ἡ, foreg.,A bowl for compounding drugs, etc., Dsc.4.150, Zos.Alch.p.234 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατηρίᾳ — κρατηρίᾱͅ , κρατηρία bowl fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατηρία — κρατηρία, ἡ (Α) [κρατήρ] δοχείο για ανάμιξη φαρμάκων και άλλων ουσιών … Dictionary of Greek
κρατηρίας — κρατηρίᾱς , κρατηρία bowl fem acc pl κρατηρίᾱς , κρατηρία bowl fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατηρίαν — κρατηρίᾱν , κρατηρία bowl fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατηρίης — κρατηρία bowl fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)